πανενθεϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανενθεϊσμός αρσενικό
- άποψη κατά την οποία ο θεός και ο κόσμος δεν ταυτίζονται, αλλά το καθετί περιέχεται στον θεό, χωρίς όμως η θεία ουσία να εξαντλείται μέσα στον κόσμο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανενθεϊσμός