παντογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντογνωσία < παντο- + γνῶσ(ις) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) μεσαιωνική λατινική omniscientia[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pan.doˈɣno.si.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντογνωσία θηλυκό
- η ιδιότητα του παντογνώστη, το να γνωρίζει κανείς τα πάντα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντογνωσία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παντογνωσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παντο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)