παπόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπόρι τα παπόρια
      γενική του παποριού των παποριών
    αιτιατική το παπόρι τα παπόρια
     κλητική παπόρι παπόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπόρι < παραλλαγή του βαπόρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπόρι ουδέτερο

  1. το βαπόρι
  2. (οικείο) μεθυσμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]