παραχαράχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραχαράχτης < παραχαράκτης < ελληνιστική κοινή παραχαράκτης < αρχαία ελληνική παραχαράσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραχαράχτης αρσενικό (θηλυκό παραχαράχτρια)
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του παραχαράκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραχαράχτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)