παρεοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεοκρατία < νεολογισμός, παρέ(α) + -ο- + -κρατία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾe.o.kɾaˈti.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρεοκρατία θηλυκό
- ανεπίσημο σύστημα διοίκησης στο οποίο επικρατούν μέλη μιας παρέας
- ※ Απορείτε που κυριαρχούν η οικογενειοκρατία και η παρεοκρατία στη χώρα; (Η τραγωδία των κοινών: Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, Χαρίδημος Τσούκας, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015 [1])
- ※ Σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν ακόμα φεουδαλικά, με παρασιτικές μαφίες κολλητών, με παρεοκρατία και κλεπτοκρατία, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται σήμερα στη χώρα στρατιές απογοητευμένων νιχιλιστών νεαρών χωρίς δουλειά, ζωή (Η στιγμή της στροφής για την ελληνική οικονομία, Θεόδωρος Κ. Πελαγίδης, Μιχάλης Μητσόπουλος, 2014, σελ. 520 [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεοκρατία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)