πασπαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασπαλιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασπαλιστής αρσενικό
- πασπαλιστήρι, δοχείο πασπαλίζματος, δοχείο πασπαλίσματος, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι, δοχείο πασπαλίσματος με διάτρητο καπάκι
- χρήστης πασπαλιστηρίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασπαλιστής
|