πασσαλοστοιχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(η) πασσαλοστοιχία θηλυκό
- ο ξύλινος φράχτης· συνήθως σε αρχαίο ιερό ή ως τείχος πόλης
(η) πασσαλοστοιχία θηλυκό