πελαγοδρόμημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελαγοδρόμημα < πελαγοδρομώ + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελαγοδρόμημα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) το αποτέλεσμα του πελαγοδρομώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελαγοδρόμημα
|