πεπτιδάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεπτιδάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική peptidase < peptide < γερμανική Pepton < αρχαία ελληνική πεπτός < πέπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεπτιδάση θηλυκό
- (βιοχημεία) είδος ενζύμου που βρίσκεται στα πεπτίδια και τα πολυπεπτίδια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πεπτιδάση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)