περδικοπούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περδικοπούλι | τα | περδικοπούλια |
γενική | του | περδικοπουλιού | των | περδικοπουλιών |
αιτιατική | το | περδικοπούλι | τα | περδικοπούλια |
κλητική | περδικοπούλι | περδικοπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περδικοπούλι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περδικοπούλι
|