περιζώστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περίζωση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιζώστρα οι περιζώστρες
      γενική της περιζώστρας
    αιτιατική την περιζώστρα τις περιζώστρες
     κλητική περιζώστρα περιζώστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιζώστρα < ελληνιστική κοινή περιζώστρα[1] < αρχαία ελληνική περιζώννυμι < περί + ζώννυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιζώστρα θηλυκό

  1. (γενικότερα) ζώνη
  2. (ειδικότερα, ναυτικός όρος) σχοίνι από το οποίο κρεμιούνται γύρω από βάρκα προστατευτικά για τις προσκρούσεις στην προβλήτα ή στις διπλανές βάρκες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. περιζώστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.