πηγαδάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηγαδάρα οι πηγαδάρες
      γενική της πηγαδάρας
    αιτιατική την πηγαδάρα τις πηγαδάρες
     κλητική πηγαδάρα πηγαδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηγαδάρα < πηγάδα ή πηγάδι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηγαδάρα θηλυκό

  1. φαρδύ και βαθύ πηγάδι
  2. στενό βάραθρο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]