πηδαλιοέλικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηδαλιοέλικα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) συνδυασμός πηδαλίου και έλικας (προπέλας) σε ένα σώμα παρέχοντας ταυτόχρονα κίνηση και κατεύθυνση
- η πηδαλιοέλικα αποτελεί σύγχρονο επίτευγμα ναυπηγικής, η έλικα βρίσκεται μέσα σε μεταλλική στεφάνη που φέρεται σε κάθετο στρεπτό άξονα στη πρύμνη του πλοίου ο δε ομόκεντρος αυτού άξονας της έλικας συνδέεται με τον στροφαλοφόρο της μηχανής, ελαχιστοποιώντας το μήκος του ελικοφόρου άξονα των συμβατικών μηχανοκίνητων πλοίων, η δε εγκατάστασή της θυμίζει ανεστραμμένο επιτραπέζιο ανεμιστήρα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηδαλιοέλικα
|