πιτσίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτσίλα οι πιτσίλες
      γενική της πιτσίλας
    αιτιατική την πιτσίλα τις πιτσίλες
     κλητική πιτσίλα πιτσίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσίλα < πιτσιλίζω + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτσίλα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλιά
  2. (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλάδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]