πλαστικοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαστικοβιομηχανία < πλαστικό + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαστικοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία κατασκευής αντικειμένων από πλαστικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστικοβιομηχανία
|