πλαστικοταινία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστικοταινία οι πλαστικοταινίες
      γενική της πλαστικοταινίας των πλαστικοταινιών
    αιτιατική την πλαστικοταινία τις πλαστικοταινίες
     κλητική πλαστικοταινία πλαστικοταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαστικοταινία < πλαστικό + ταινία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαστικοταινία θηλυκό, πληθυντικός πλαστικοταινίες

  1. οποιαδήποτε πλαστική ταινία, σε διαστολή με τη χαρτοταινία
  2. συνηθέστερα η πλαστική αυτοκόλλητη ταινία συσκευασίας, ή η δίχρωμη ενδεικτική κινδύνου, ή απαγόρευσης διέλευσης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]