πλαστικοταινία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαστικοταινία θηλυκό, πληθυντικός πλαστικοταινίες
- οποιαδήποτε πλαστική ταινία, σε διαστολή με τη χαρτοταινία
- συνηθέστερα η πλαστική αυτοκόλλητη ταινία συσκευασίας, ή η δίχρωμη ενδεικτική κινδύνου, ή απαγόρευσης διέλευσης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστικοταινία
|