πλερωμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλερωμή | οι | πλερωμές |
γενική | της | πλερωμής | των | πλερωμών |
αιτιατική | την | πλερωμή | τις | πλερωμές |
κλητική | πλερωμή | πλερωμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλερωμή θηλυκό
- (λαϊκότροπο, προφορικό) άλλη μορφή του πληρωμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλερωμή
|