πλημμέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλημμέλεια < αρχαία ελληνική πλημμέλεια < πλημμελής < πλήν + μέλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλημμέλεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος πλημμελής