πολεολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολεολογία θηλυκό
- αρχιτεκτονική, πολεοδομία) κλάδος της αρχιτεκτονικής / πολεοδομίας που ασχολείται με την μελέτη και ανέγερση πόλεων
- ※ Όσον αφορά στον προσδιορισμό της οπτικής πάνω στον πολεοδομικό χώρο, επιλέχθηκε η πολεολογία, η οποία αποτελεί μία χρηστική οπτική και είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση του αναλυτικού υπόβαθρου της πολεοδομίας. (www.didaktorika.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολεολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)