πολεολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολεολογία οι πολεολογίες
      γενική της πολεολογίας των πολεολογιών
    αιτιατική την πολεολογία τις πολεολογίες
     κλητική πολεολογία πολεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεολογία < πόλη + -ο- + -λογία[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολεολογία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Από το θέμα πολε– της (αρχαιο)ελληνικής λέξης πόλις.