πολυαιθέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυαιθέρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyether < αρχαία ελληνική πολύς + αἰθήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυαιθέρας αρσενικό
- (χημεία) κατηγορία χημικών ενώσεων που αποτελούνται από πολλαπλούς μονομερείς αιθερικούς δεσμούς και χρησιμοποιούνται συχνά ως υλικά για την παραγωγή πλαστικών, καθώς και για άλλες βιομηχανικές εφαρμογές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)