πολυβολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυβολισμός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.vo.liˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυβολισμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυβολισμός