πολυζωία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυζωία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυζωία θηλυκό
- η ζωή για μεγάλο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυζωία
|