πολυκλαδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκλαδία < ελληνιστική κοινή πολῠ́κλᾰδος[1] / πολῠκλᾰδής[2] + -ία < αρχαία ελληνική πολύς + κλάδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυκλαδία θηλυκό
- (κυριολεκτικά, βοτανική) η υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών ή πολλών κλαδιών
- (μεταφορικά) η ύπαρξη πολλών διοικητικών κλάδων
- ※ Επίσης, ο κατακερματισμός και η πολυκλαδία των θέσεων προσωπικού στο δημόσιο σε συνδυασμό, με τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό υποψηφίων καθώς και η διενέργεια πολλαπλών διαδικασιών επιλογής προσωπικού για θέσεις ίδιας ειδικότητας σε διάφορους οργανισμούς έχει ως συνέπεια, την επιβάρυνση της διαδικασίας επιλογής προσωπικού, καθυστερήσεις, αλλά ίσως εν τέλει και την άνιση μεταχείρισή των υποψηφίων. (Δημήτριος Τραπεζιώτης, Η αναγκαιότητα αλλαγής της διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού στην ελληνική δημόσια διοίκηση. Η υποκίνηση ως εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικότητας στην εποχή της οικονομικής κρίσης, σελ. 127)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκλαδία
|
- ↑ πολύκλαδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πολυκλαδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)