πολυνευροπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυνευροπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyneuropathy[1] < αρχαία ελληνική πολύς + νεῦρον + πάσχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυνευροπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) διαταραχή στη λειτουργία πολλών περιφερικών νεύρων, που επηρεάζουν την κινητικότητα, τις αισθήσεις ή αυτόνομα περιφερικά νεύρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πολύς και νευροπάθεια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- polyneuropathy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυνευροπάθεια
- ↑ πολυνευροπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)