πολυφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυφαγία θηλυκό
- η υπερβολική κατανάλωση φαγητού
- ※ Η πολυφαγία μοιάζει να είναι από τη μια «χάνω τον έλεγχο της συγκράτησης της ανάγκης για ευχαρίστηση» και χρησιμοποιώ υποκατάστατη ευχαρίστηση, δηλαδή την τροφή, τη γεύση της και από την άλλη ταυτόχρονα μου επιτίθεμαι, με τιμωρώ που έχασα τον έλεγχο και μου «βγήκε» η επιθυμία. ([1] Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11.06.2017)
- ≈ συνώνυμα: υπερφαγία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυφαγία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολύ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)