ποροσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική poroscopy < αρχαία ελληνική πόρος + σκοπέω· μορφολογικά αναλύεται πόρ(ος) + -ο- + -σκοπία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποροσκοπία θηλυκό
- (ιατρική, νομικός όρος) η μελέτη των μικροσκοπικών πόρων του δέρματος στην εγκληματολογία (όταν ο προσδιορισμός των δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι δυσχερής)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκοπία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)