πουρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουρό τα πουρά
      γενική του πουρού των πουρών
    αιτιατική το πουρό τα πουρά
     κλητική πουρό πουρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουρό < από την τσιγγάνικη λέξη puro (γέρος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουρό ουδέτερο

  1. (μειωτικό) άτομο μεγάλης ηλικίας
    που το βρήκες το πουρό και μας το κουβάλησες;

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πουρό