πράυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πράυνση | οι | πραΰνσεις |
γενική | της | πράυνσης* | των | πραΰνσεων |
αιτιατική | την | πράυνση | τις | πραΰνσεις |
κλητική | πράυνση | πραΰνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πραΰνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πράυνση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πραΰνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταπράυνση
- → δείτε τις λέξεις πραΰνω και πράος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πράυνση
|
- ↑ πράϋνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.