πρασινάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρασινάδα < από το πράσινος.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρασινάδα θηλυκό
- Η χλόη, τα χαμηλά χόρτα.
- Μα τι πρασινάδα έχει εδώ!
- Φάγαμε και μετά ξαπλώσαμε στην πρασινάδα.
- Το πράσινο χρώμα.
- Η πρασινάδα των ματιών της με ζαλίζει!