πριτσίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πριτσίνι | τα | πριτσίνια |
γενική | του | πριτσινιού | των | πριτσινιών |
αιτιατική | το | πριτσίνι | τα | πριτσίνια |
κλητική | πριτσίνι | πριτσίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πριτσίνι ουδέτερο
- μεταλλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για τη μόνιμη συναρμογή μεταλλικών μερών σε κατασκευές