προβατοκάμηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
προβατοκάμηλος < πρόβατο + -o- + κάμηλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προβατοκάμηλος θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το λάμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβατοκάμηλος
|