προπαράγοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προπαράγοντας | οι | προπαράγοντες |
γενική | του | προπαράγοντα & προπαράγοντος* |
των | προπαραγόντων |
αιτιατική | τον | προπαράγοντα | τους | προπαράγοντες |
κλητική | προπαράγοντα | προπαράγοντες | ||
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. λόγια γενική:προπαράγοντος | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαράγοντας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπαράγοντας (el) αρσενικό
- προσυντελεστής, συντελεστής σταθεράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' και με λόγια γενική ενικού -ος (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)