προσσχηματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσσχηματισμός < προσχηματισμός < ελληνιστική κοινή προσχηματισμός < προσχηματίζομαι < αρχαία ελληνική σχῆμα < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσσχηματισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσσχηματισμός
|