προϊοντολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προϊοντολόγιο τα προϊοντολόγια
      γενική του προϊοντολόγιου
προϊοντολογίου
των προϊοντολόγιων
προϊοντολογίων
    αιτιατική το προϊοντολόγιο τα προϊοντολόγια
     κλητική προϊοντολόγιο προϊοντολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προϊοντολόγιο < προϊόν + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προϊοντολόγιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]