πρωτοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοπάθεια θηλυκό
- (παρωχημένο) (ιατρική) η πρώτη πάθηση, αυτή που δεν είναι αποτέλεσμα άλλης
- ※ ..αίτινες υπάρχουσι μεταξύ του πρώτου αποτελέσματος του ψύχους, και της γεννήσεως της φλογιστικής διαθέσεως, σχηματίζουν τήν νοσογενικήν πράξιν ή δε φλογιστική διάθεσις σχηματισθείσα είναι η πρωτοπάθεια, ή παθολογική κατάστασις. ([1], Η εν Αθήναις ιατρική Μέλισσα, 1857, περίοδος Α΄, τόμος πέμπτος, τυπογρ. Κ. Αντωνιάδου, σελ. 28)
- ※ ... αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας... (και σε άλλη στήλη:) αγνώστου πρωτοπάθειας («Επιδημιολογική έρευνα στο Δήμο Σαλαμίνας για τα έτη 2005-2009», διπλωματική εργασία Αγγελικής Μιχάλαρου, Αθήνα 2012 [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοπάθεια
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πάθεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)