πρωτοφειλέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοφειλέτης οι πρωτοφειλέτες
      γενική του πρωτοφειλέτη των πρωτοφειλετών
    αιτιατική τον πρωτοφειλέτη τους πρωτοφειλέτες
     κλητική πρωτοφειλέτη πρωτοφειλέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοφειλέτης < πρωτο- + οφειλέτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοφειλέτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]