πυριτοδόκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυριτοδόκη οι πυριτοδόκες
      γενική της πυριτοδόκης των πυριτοδοκών
    αιτιατική την πυριτοδόκη τις πυριτοδόκες
     κλητική πυριτοδόκη πυριτοδόκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυριτοδόκη < πυρίτ(ιδα) + -ο- + -δόκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυριτοδόκη θηλυκό

  • (παρωχημένο) δοχείο ασφαλούς αποθήκευσης πυρίτιδας στα παλαιότερα πλοία τα οποία είχαν κανόνια / πυροβόλα που χρησιμοποιούσαν πυρίτιδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]