ροδόμελι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ροδόμελι
      γενική του ροδομελιού
    αιτιατική το ροδόμελι
     κλητική ροδόμελι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροδόμελι < ελληνιστική κοινή ῥοδόμελι[1] < αρχαία ελληνική ῥόδον + μέλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ροδόμελι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ῥοδόμελι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.