ρούνοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | ρούνοι | ||
γενική | των | ρούνων | ||
αιτιατική | τους | ρούνους | ||
κλητική | ρούνοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρούνοι < (λόγιο δάνειο) γερμανική Rune (πληθυντικός Runen) + -οι[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɾu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρού‐νοι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρούνοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- το αρχαίο αλφαβητικό σύστημα γραφής των βόρειων λαών της Ευρώπης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ρούνοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)