σαγήνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαγήνευση | οι | σαγηνεύσεις |
γενική | της | σαγήνευσης* | των | σαγηνεύσεων |
αιτιατική | τη | σαγήνευση | τις | σαγηνεύσεις |
κλητική | σαγήνευση | σαγηνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαγηνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαγήνευση < (καθαρεύουσα) σαγήνευσις < σαγηνεύω -σις / -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγήνευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαγηνεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαγήνευση
|