σακχαρόπηκτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σακχαρόπηκτο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σακχαρόπηκτον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σακχαρόπηκτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sak.xaˈɾo.pi.kto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σακ‐χα‐ρό‐πη‐κτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακχαρόπηκτο ουδέτερο
- που είναι σακχαρόπηκτο
- (ειδικότερα) το χάπι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σακχαρόπηκτο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σακχαρόπηκτο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σακχαρόπηκτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σακχαρόπηκτος
Πηγές
[επεξεργασία]- σακχαρόπηκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)