σακχαρόπηκτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σακχαρόπηκτο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σακχαρόπηκτον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σακχαρόπηκτος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sak.xaˈɾo.pi.kto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σακ‐χα‐ρό‐πη‐κτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σακχαρόπηκτο ουδέτερο

  1. που είναι σακχαρόπηκτο
  2. (ειδικότερα) το χάπι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σακχαρόπηκτο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σακχαρόπηκτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σακχαρόπηκτος