σαλιάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλιάρισμα ουδέτερο
- η ερωτοτροπία, το φλερτ που σε τρίτους μπορεί να φανεί ανόητη
σαλιάρισμα ουδέτερο