σαλπάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλπάρισμα < σαλπάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλπάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια του σαλπάρω, η αναχώρηση ενός πλοίου, ο απόπλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλπάρισμα
|