σαμπανιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαμπανιέρα | οι | σαμπανιέρες |
γενική | της | σαμπανιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σαμπανιέρα | τις | σαμπανιέρες |
κλητική | σαμπανιέρα | σαμπανιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμπανιέρα < σαμπάν(ια) + -ιέρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sam.paˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐μπα‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμπανιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) μεταλλικός κάδος, μέσα στον οποίο βάζουν το μπουκάλι της σαμπάνιας για να διατηρείται κρύα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαμπάνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαμπανιέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)