σαπωνοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαπωνοποιία θηλυκό
- η κατασκευή σαπουνιού
- η βιοτεχνία ή βιομηχανία κατασκευής σαπουνιού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαπουνόνερο
- σαπούνισμα
- σαπουνόλουτρο
- σαπουνόπετρα
- σαπουνόπερα
- σαπουνόφουσκα
- σαπουνόχορτο
- σαπουνόχωμα
- σαπουνάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαπωνοποιία