σαρκάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρκάστρια θηλυκό
- θηλυκό του σαρκαστής
- ※ Τα λογοτεχνικά και κοινωνικά δοκίμια της Βιρτζίνιας Γουλφ αναδεικνύουν ένα διεισδυτικό κριτικό πνεύμα. Αιχμηρή και ειλικρινής, διαυγής και σαρκάστρια, ανασκοπεί εδώ εν πολλοίς την ιστορία της λογοτεχνίας από τη σκοπιά του μοντερνισμού. (εφ. Τα Νέα, 24.03.2016)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρκάστρια
|