σαρκάστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκάστρια οι σαρκάστριες
      γενική της σαρκάστριας των σαρκαστριών
    αιτιατική τη σαρκάστρια τις σαρκάστριες
     κλητική σαρκάστρια σαρκάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρκάστρια < σαρκαστής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαρκάστρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]