σεβνταλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεβνταλής αρσενικό (θηλυκό: σεβνταλού)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σεβντάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεβνταλής
|