σηπτίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηπτίνη οι σηπτίνες
      γενική της σηπτίνης των σηπτινών
    αιτιατική τη σηπτίνη τις σηπτίνες
     κλητική σηπτίνη σηπτίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηπτίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sepsine < αρχαία ελληνική σηπτός < σήπομαι[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈpti.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ση‐πτί‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σηπτίνη θηλυκό

  • (χημεία) δηλητηριώδης ουσία που εμφανίζεται σε αποσυνθεμένο κρέας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)