σιταγωγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιταγωγία < ελληνιστική κοινή σῑτᾰγωγῐ́α < αρχαία ελληνική σιταγωγός < σῖτος + ἄγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιταγωγία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιταγωγία
|