σκατοψυχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκατοψυχία < σκατόψυχος + -ία, αναλύεται σκατο- + -ψυχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκατοψυχία θηλυκό
- ιδιότητα του σκατόψυχου, εγωπαθητική κακία, ιδιοτελής μικροπρέπεια, παντελής έλλειψη ενσυναίσθησης, χαιρεκακία